εμψυχια

εμψυχια
    ἐμψυχία
    ἐμ-ψῡχία
    ἥ одушевленность Plut., Sext.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "εμψυχια" в других словарях:

  • ἐμψυχία — ἐμψυχίᾱ , ἐμψυχία having life in one fem nom/voc/acc dual ἐμψυχίᾱ , ἐμψυχία having life in one fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐμψυχίᾳ — ἐμψυχίᾱͅ , ἐμψυχία having life in one fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εμψυχία — ἐμψυχία, η (Α) η ιδιότητα τού έμψυχου, το να έχει κανείς ψυχή, ζωή, ζωηρότητα, ζωντάνια αρχ. το ψύχος, η ψυχρότητα ως κοσμικό στοιχείο αντίθετο τού θερμού («Ἀρχέλαος ὑπὸ θερμοῡ καὶ ἐμψυχίας συστῆναι τὸν κόσμον», Στοβ. Ανθ.) …   Dictionary of Greek

  • ἐμψυχίας — ἐμψυχίᾱς , ἐμψυχία having life in one fem acc pl ἐμψυχίᾱς , ἐμψυχία having life in one fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐμψυχίαι — ἐμψυχίᾱͅ , ἐμψυχία having life in one fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐμψυχίαν — ἐμψυχίᾱν , ἐμψυχία having life in one fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐμψυχιῶν — ἐμψυχία having life in one fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐμψυχίαις — ἐμψυχία having life in one fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»